- εξαγορασμός
- οη εξαγορά (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαγορασμός — ο [εξαγοράζω] 1. αγορά στο ακέραιο 2. δωροδοκία 3. απαλλαγή από τα επακόλουθα μιας πράξης με ανταλλάγματα … Dictionary of Greek
ξαγορασμός — ο (Μ ξαγορασμός) βλ. εξαγορασμός … Dictionary of Greek